- ὁμόχρονα
- ὁμόχρονοςcontemporaneousneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόχρονος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρονος, ον, Α και ὁμοχρόνιος, ον) αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος νεοελλ. 1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο 2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα» βιολ.… … Dictionary of Greek